Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψύχω — έψυξα, ψύχτηκα, ψυγμένος, κάνω κάτι ψυχρό, το παγώνω, το κρυώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψύχω — ψύχω, έψυξα βλ. πίν. 31 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής